- συνταργανούμαι
- -όομαι, Απεριτυλίγομαι, συμπλέκομαι («ἐν ἀμφιβλήστρῳ συντεταργανωμένας», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ταργανοῦμαι «συμπλέκομαι, περιτυλίσσομαι» (< ταργάνη, άλλος τ. τού σαργάνη «πλέγμα, σχοινί»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.